6/13/2012

Σε εμπόλεμη ζώνη (του Βασίλη Βιλιάρδου)


Όταν οι πρώτες εικόνες χιλιάδων ανθρώπων μπροστά από κλειστές τράπεζες εμφανιστούν στα ΜΜΕ παγκοσμίως, η κατάσταση θα είναι πλέον μη αναστρέψιμη – ένα τρομακτικό σενάριο, το οποίο δεν θα εξυπηρετούσε απολύτως κανέναν 

Το σύνολο του ισολογισμού (ενεργητικό, παθητικό) των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι της τάξης των 31 τρις € - με τις τράπεζες της Ευρωζώνης να αποτελούν το 76% (23,5 τρις €). Όταν η Lehman Brothers χρεοκόπησε, η Fed υποχρεώθηκε να διασώσει το τραπεζικό σύστημα των Η.Π.Α., συνολικού ισολογισμού 16-17 τρις $ - κάτι που δεν θα είχε επιτυχία, εάν η υπερδύναμη δεν εξήγαγε (από το 2000 και μετά) τα προβλήματα της στον υπόλοιπο πλανήτη και κυρίως στην Ευρώπη.

Εάν συγκρίνει κανείς τώρα τα παραπάνω μεγέθη θα αντιληφθεί καθαρά ότι, ο ισολογισμός της ΕΚΤ θα επιβαρυνθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, από αυτόν της Fed, εάν υποχρεωθεί να διασώσει το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης – πόσο μάλλον αφού δεν έχει καμία δυνατότητα εξαγωγής της δικής της κρίσης, όπως στο παρελθόν η Fed.

Ειδικότερα, το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είναι διπλάσιο, από αυτό των Η.Π.Α. Εάν λοιπόν συμβεί κάτι ανάλογο με τη Lehman Brothers (χρεοκοπία της Ελλάδας), πόσο μάλλον κάτι πολύ μεγαλύτερο (χρεοκοπία της Ισπανίας), θα έπρεπε να βρεθεί ένα πακέτο διάσωσης, το οποίο θα ξεπερνούσε το 50% του παγκοσμίου ΑΕΠ (το παγκόσμιο ΑΕΠ υπολογίζεται στα 60 τρις $).

Περαιτέρω, μόνο το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ισπανίας είναι σήμερα περί το 1 τρις € - υψηλότερο δηλαδή από αυτό της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας μαζί (το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ιταλίας είναι εσωτερικό – εθνικά ομόλογα). Επομένως, η αντίστροφη μέτρηση για το ευρώ, ο ευρωπαϊκός Αρμαγεδδών δηλαδή, ευρίσκεται ήδη εδώ - με τον τελικό να παίζεται στην Ισπανία και όχι στην Ελλάδα.
 
Δυστυχώς ο νέος πρωθυπουργός της Ισπανίας, πιστό «θύμα του δόγματος λιτότητας» της πρωσικής Γερμανίας (η οποία δεν κερδίζει τόσο από το ευρώ, όσο από την κρίση του), κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες να οδηγήσει τη χώρα του στην καταστροφή - ενδεχομένως δε πολύ σύντομα στα νύχια του ΔΝΤ.
 
Όπως είπε τώρα χαρακτηριστικά γνωστός ευρωπαίος πολιτικός, «Όλα όσα μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι ότι, όταν κοιτάζω στα μάτια τους πρωθυπουργούς των χωρών της Ευρωζώνης, καθώς επίσης την ηγεσία της, αυτό που διακρίνω είναι ο παραλογισμός τους - ένας απόλυτος, ολοκληρωτικός και απύθμενος παραλογισμός».
  
Ολοκληρώνοντας, η Ευρώπη είναι το μεγαλύτερο οικονομικό μπλοκ του πλανήτη - εν τούτοις όμως, το συνολικό ΑΕΠ της δεν είναι περισσότερο από το 60% του ισολογισμού των τραπεζών της. Δυστυχώς, τόσο η ΕΕ, όσο και τα κράτη-μέλη της, επέτρεψαν να γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό ο τραπεζικός τομέας τους, ώστε να τρέμει ολόκληρος ο πλανήτης – κυρίως επειδή οι τράπεζες της ΕΕ χρηματοδοτούν το 52% των παγκοσμίων δανείων με αποτέλεσμα, εάν συμβεί κάτι, να υποχρεωθούν σε μία καταστροφική ύφεση όλες οι χώρες (ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες).
Όσο λοιπόν και αν αντιδράει η Γερμανία στα διάφορα πακέτα διάσωσης, στο τέλος θα υποχρεωθεί να συμβιβαστεί – επειδή θα την αναγκάσουν οι Η.Π.Α., η Ρωσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Βραζιλία κλπ., αφού δεν θέλουν να συμπαρασυρθούν οι οικονομίες τους στο χάος”.

Άρθρο

Όπως λέγεται, ο άνθρωπος κατέχεται από μία ασίγαστη τάση, από μία ατελείωτη καλύτερα επιθυμία για ευχαρίστηση – επειδή η ύπαρξη του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οδύνη και με τον πόνο. Επομένως, οι περισσότερες πράξεις του καθορίζονται από τη «μανία» απόκτησης ιδιοκτησίας, η οποία εξασφαλίζει την ευχαρίστηση.
Κατ’ επακόλουθο, ο άνθρωπος έχει μία ατελείωτη επιθυμία απόκτησης δύναμης – με στόχο την απόκτηση ιδιοκτησίας, η οποία του εξασφαλίζει την ευχαρίστηση. Αναγκαστικά λοιπόν δημιουργείται στις κοινωνίες ένας διαρκής ανταγωνισμός, σε σχέση με την ιδιοκτησία και με τη δύναμη – ιδίως την πολιτική και την οικονομική.
Στα πλαίσια αυτά είναι απαραίτητη η ύπαρξη μίας ανώτερης (κρατικής) εξουσίας, η οποία να διατηρεί την τάξη και να ρυθμίζει τη διαδικασία του γενικότερου ανταγωνισμού, για την απόκτηση ιδιοκτησίας και δύναμης μεταξύ των ανθρώπων.
Εν τούτοις, η ύπαρξη του χρήματος, όχι ως μέσου ανταλλαγής, αλλά για την απόκτηση δύναμης και ιδιοκτησίας, επιδεινώνει τις ήδη προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις – επειδή το χρήμα διαφθείρει, δημιουργώντας από υποσχέσεις και συμφωνίες, από κοινωνικές αξίες δηλαδή, χρέη: επομένως, χρηματοπιστωτικές ή/και «τοκογλυφικές» αξίες.
Περαιτέρω, το «οικονομικό αξίωμα» να πληρώνει κανείς τα χρέη του, είναι ισχυρότερο από αρκετά άλλα – όπως, για παράδειγμα, από το να μην κλέβει κανείς, να συμπεριφέρεται με σεβασμό απέναντι στους συμπολίτες του, να τιμάει το Θεό, να έχει αλληλεγγύη με αυτούς που υποφέρουν και αρκετά άλλα. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό από πολλά χρόνια – αφού ακόμη και στο μεσαίωνα είχε διαπιστωθεί από τους σχολαστικούς ότι, η πανίσχυρη «ηθική του χρέους» ήταν ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Θεολογίας.
Η βαθιά πίστη μας λοιπόν στο «οικονομικό αξίωμα» της επιστροφής των χρεών και των δανεικών, επισκιάζει κάθε άλλη μορφή ηθικής – γεγονός που καταδικάζει τους οφειλέτες, πολίτες και κράτη, όχι μόνο να είναι, αλλά και να νοιώθουν σκλάβοι των δανειστών: υποδεέστερα όντα δηλαδή, τα οποία δεν είχαν την ικανότητα, την εξυπνάδα, την εργατικότητα, την επάρκεια κλπ. να αποκτήσουν χρήματα, εξελισσόμενα σε δανειστές.
Ολοκληρώνοντας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα σήμερα θέλει να μας πείσει ότι, η διαγραφή μέρους των «σωρευμένων» χρεών θα οδηγήσει τον πλανήτη στο χάος. Εν τούτοις, δεν υπάρχει απολύτως καμία άλλη δυνατότητα, για να μπορέσουν να επιβιώσουν οι υπερχρεωμένες δυτικές κοινωνίες ειρηνικά, από τη διαγραφή χρεών – η οποία, εάν αργήσει, επιτρέποντας την περαιτέρω συσσώρευση τόκων και χρεολυσίων, θα θέσει σε κίνδυνο πολλά από όλα όσα δημιούργησε ο άνθρωπος τους τελευταίους αιώνες.
Ο ελεγχόμενος πληθωρισμός της τάξης του 4-6%, τα πολύ χαμηλά επιτόκια, η αύξηση της ποσότητας χρήματος, η «χαμηλότοκη» επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής δανείων κλπ. είναι οι ιδανικότεροι τρόποι μερικής «διαγραφής», περιορισμού δηλαδή των χρεών, χωρίς να δημιουργηθούν εντάσεις – κάτι που θα έπρεπε να σκεφθεί πολύ καλά η Ευρωζώνη, εάν δεν θέλει να οδηγηθεί σε καταστροφικούς μονόδρομους. 

 ΟΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Οι Έλληνες αμφισβητούν την κοινοβουλευτική δημοκρατία - επιθυμώντας να «εγκαταστήσουν» στη θέση της τη συμμετοχική, άμεση δημοκρατία, η οποία θα τους προστατεύει καλύτερα στο μέλλον από οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές «καταρρεύσεις». Αμφισβητούν επίσης την υφιστάμενη λειτουργία των κομμάτων τα οποία, στη σημερινή τους μορφή, «εκτρέφουν» την ανεπάρκεια, την ανικανότητα, τη διαφθορά, τη διαπλοκή και την ιδιοτέλεια. Φυσικά αμφισβητούν την εύρυθμη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα ορισμένων άλλων «θεσμών» - όπως της Προεδρίας, της Κεντρικής Τράπεζαςπου δεν τους ανήκει, των ΜΜΕ, των συνδικαλιστικών οργανώσεων κλπ.  
Περαιτέρω, αμφισβητούν τη δυνατότητα επιβίωσης της Ευρωζώνης – ειδικά δε του κοινού νομίσματος, το οποίο δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιλύει, ενώ εντείνει τις οικονομικές ανισορροπίες μεταξύ των χωρών-μελών. Αμφισβητούν βέβαια την ίδια την Ευρωζώνη, το γραφειοκρατικό, πολυδάπανο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση: έναν μη άριστο νομισματικό χώρο, ο οποίος δεν μπορεί να προσφέρει στα μέλη του λύσεις στις βασικές τους ανάγκες - όπως στη δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και στην απασχόληση, αφού «παράγει» σκόπιμα υψηλή ανεργία κατά τη νεοφιλελεύθερη «συνταγή», για την διατήρηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, καθώς επίσης των χαμηλών μισθών. 
Συνεχίζοντας, οι Έλληνες αμφισβητούν την απολυταρχική ηγεμονία του Καρτέλ, του μονοπωλιακού καπιταλισμού καλύτερα, αλλά και την παντοδυναμία των εμπορικών τραπεζών - η οποία πηγάζει από την άδεια αποκλειστικής παραγωγής χρημάτων που τους έχει προσφερθεί από τις κυβερνήσεις και την ΕΚΤ. Επίσης, αμφισβητούν το σημερινό τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας - η οποία ουσιαστικά «εκτρέφει» το τοκογλυφικό κεφάλαιο, ενώ είναι παράλληλα ο απόλυτος κυρίαρχος του τραπεζοκεντρικού ευρωσυστήματος.
Κατ’ επέκταση, οι Έλληνες αμφισβητούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολο του - γνωρίζοντας πλέον πως, παρά το ότι παράγει χρήματα από το πουθενά, εκμεταλλευόμενο με κάθε τρόπο την απίστευτη εξουσία του, καλεί τους Πολίτες να πληρώσουν για τα λάθη ή τις παραλείψεις του (ιδιοποιούμενο τα κέρδη και κοινωνικοποιώντας τις ζημίες του, όπως στο παράδειγμα των δύστυχων Ιρλανδών - οι οποίοι «σύρθηκαν» από την κυβέρνηση τους στη διάσωση των ιδιωτικών, κερδοσκοπικών τραπεζών!).  
Τέλος, οι Έλληνες αμφισβητούν τόσο τη λειτουργία, όσο και τα κίνητρα ορισμένων διεθνών οργανισμών - όπως τουΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, της Τράπεζας των Τραπεζών (BIS), των εταιρειών αξιολόγησης, των κερδοσκόπων-επενδυτών, των διεθνούς εμβέλειας οικονομολόγων κλπ. Φυσικά αμφισβητούν τις «αγαθές» προθέσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας αλλά και των Η.Π.Α. - στα θέματα τουλάχιστον που τους αφορούν, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει απόλυτα ότι καλούνται να επιβιώσουν σε μία εμπόλεμη ζώνη, όπου άλλοι λαοί (Ιρλανδοί, Πορτογάλοι) έχουν δυστυχώς αποδεχθεί τη μοίρα τους, σκύβοντας το κεφάλι. 
Ακριβώς για τους λόγους αυτούς, σύσσωμοι όλοι οι Έλληνες απαιτούν από την πολιτική ηγεσία της χώρας τους να πάψει πια να δανείζεται, επιτρέποντας τη λεηλασία τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής τους περιουσίας - υποθηκεύοντας παράλληλα την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους. Επίσης, να πάψει να «εκλιπαρεί» την καγκελάριο της Γερμανίας, χωρίς καν να τους ρωτήσει εάν είναι πρόθυμοι να υποκύψουν στον εχθρό της Ευρώπης
Παράλληλα οι Έλληνες απαιτούν από όλους τους συμπολίτες τους, μισθωτούς και επιχειρηματίες, να αλλάξουν ριζικά τα «κακώς κείμενα» και την «ανατολίτικη νοοτροπία» - συμπεριφορές στις οποίες είχαν ίσως οδηγηθεί από την υφιστάμενη διαπλοκή, από τη διαφθορά του δημόσιου βίου, από την έλλειψη επαγγελματικής ηθικής, από την αδικία και από την κάθε μορφής εκμετάλλευση. Ακόμη περισσότερο, πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο να «αποκατασταθεί» η αμφίδρομη φορολογική συνείδηση και η συνέπεια, μεταξύ Πολίτη και Πολιτείας – η οποία έχει κοστίσει πανάκριβα και στους δύο «συναλλασσόμενους». Επίσης, απαιτούν να εμποδιστούν αποτελεσματικά και να τιμωρηθούν οι διαφθορείς συνειδήσεων - κυριότεροι των οποίων είναι οι Γερμανικές πολυεθνικές.        
Μείωση των υπέρογκων δημοσίων δαπανών, κατάργηση της γραφειοκρατίας, ορθολογικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων, συνεχής έλεγχος της εξουσίας από τους Πολίτες, παραδειγματική τιμωρία των όποιων διεφθαρμένων πολιτικών, εγκατάσταση ενός Κράτους Δικαίου, εκδίωξη της Τρόικας και «ανάπτυξη ή στάση πληρωμών», είναι πλέον τα βασικά αιτήματα των Ελλήνων. Επίσης, όχι νέα δάνεια και τέλος στη διεθνή επαιτεία, η οποία καταρρακώνει τόσο την υπερηφάνεια, όσο και την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού, καταστρέφοντας την αυτοπεποίθηση του.
Ενός λαού που γνωρίζει μεν πόσο οδυνηρή είναι μία ξαφνική χρεοκοπία, αλλά την προτιμά από την υποδούλωση του, καθώς επίσης από την ολοσχερή απώλεια της εθνικής του κυριαρχίας – πόσο μάλλον όταν ξέρει πως η στάση πληρωμών ή/και η επιστροφή στη δραχμή ενός πάμπλουτου κράτους, όπως η Ελλάδα, δεν είναι σε καμία περίπτωση συνώνυμα με τη συντέλεια του κόσμου. 
Χωρίς να επεκταθούμε σε περαιτέρω ανάλυση του τι ακριβώς συμβαίνει ή τι «κυοφορείται» σήμερα στην Ελλάδα, η οποία δυστυχώς ευρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων, σε εμπόλεμη ζώνη καλύτερα, καλούμενη ακόμη μία φορά από την Ιστορία να προπορευθεί μίας επαναστατικής «αλλαγής πορείας» της δύσης, θα αναφερθούμε στην ανίερη συμμαχία μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων.

Η ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ

Στα πλαίσια μίας «σκοτεινής» συνεργασίας, η εκάστοτε κυβέρνηση προσφέρει το δικαίωμα της παραγωγής χρήματος στις τράπεζες, έναντι της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της από αυτές – με τη μορφή της παροχής δανείων στο κράτος ή της αγοράς των ομολόγων που εκδίδει το δημόσιο. Κατ’ επέκταση η ανίερη συμμαχία των κεντρικών τραπεζών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των κυβερνήσεων είναι πολύ βαθιά, ενώ λειτουργεί ως εξής:
Η κεντρική τράπεζα δημιουργεί νέα χρήματα, όταν αγοράζει ομόλογα ή εγκρίνει δάνεια, τα οποία είναι εγγυημένα με ομόλογα του δημοσίου. Η κυβέρνηση πληρώνει τόκους στα ομόλογα ή στα δάνεια που λαμβάνει, οπότε δημιουργούνται κέρδη στην κεντρική τράπεζα. Τα κέρδη αυτά, εφόσον βέβαια η κεντρική τράπεζα ανήκει στο κράτος (κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει με την Τράπεζα της Ελλάδας, αλλά ούτε με την ΕΚΤ), καταλήγουν ξανά στην κυβέρνηση – δια μέσου των μερισμάτων.
Όταν τα ομόλογα είναι ληξιπρόθεσμα, οι κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να τα εξοφλήσουν – αφού, απλούστατα, η κεντρική τράπεζα αγοράζει από το κράτος νέα ομόλογα, τα οποία αντικαθιστούν τα παλαιότερα. Για παράδειγμα, εάν η ΤτΕ ανήκε στην Ελλάδα, με νόμισμα τη δραχμή, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκδώσει νέα ομόλογα, για την αντικατάσταση των παλαιοτέρων, πουλώντας τα στην ΤτΕ – οπότε δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να χρεοκοπήσει (υπενθυμίζουμε ότι, η τελική επιλογή στα καπιταλιστικά συστήματα είναι πληθωρισμός ή χρεοκοπίαόπου όμως με τον πληθωρισμό επιβιώνει κανείς, εάν καταφέρει να τον ελέγξει).
Σε ένα άλλο επίπεδο τώρα, οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν επίσης χρήματα, αγοράζοντας ομόλογα του δημοσίου και χρησιμοποιώντας τα σαν εγγύηση για την παροχή δανείων από την κεντρική. Συνήθως, οι τράπεζες είναι απολύτως σίγουρες ότι η κεντρική τράπεζα θα αποδεχθεί τα ομόλογα του δημοσίου σαν εγγύηση”.  
Συνεχίζοντας, η παραπάνω ανάλυση είναι χαρακτηριστική - είναι δεδομένη δηλαδή για όλα τα δυτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα, στα οποία οι τράπεζες (κεντρική, εμπορικές) δημιουργούνται και λειτουργούν, έχοντας την υποχρέωση να βοηθούν τα κράτη στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους. Εν τούτοις, η Ευρωζώνη είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, αφού υπάρχει ένα ιδιόρρυθμο κεντρικό τραπεζικό σύστημα (αποτελείται από την ΕΚΤ, καθώς επίσης από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών), το οποίο ενισχύει διαφορετικές κυβερνήσεις στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους.
Ειδικότερα, όταν οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης εμφανίζουν ελλείμματα, τότε εκδίδουν ομόλογα, τα οποία αγοράζει το τραπεζικό σύστημα και όχι η ΕΚΤ. Το τραπεζικό σύστημα αγοράζει ευχαρίστως ομόλογα δημοσίου, αφού χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις στην ΕΚΤ, για την παροχή δανείων εκ μέρους της – πόσο μάλλον όταν τα δάνεια που λαμβάνει τοκίζονται με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, ενώ οι τράπεζες τα δανείζουν στα κράτη με αρκετά υψηλότερο επιτόκιο.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν κερδίζουν οι εμπορικές τράπεζες εις βάρος των Πολιτών, αφού τα κράτη δεν συμμετέχουν στα κέρδη τους – όπως στο παράδειγμα της κεντρικής τράπεζας που ανήκει στο κράτος (Τράπεζα του Καναδά κλπ.). Δικαίως λοιπόν αναφέρεται κανείς «απαξιωτικά» σε μία Ευρωζώνη, ειδικά κατασκευασμένη για τις τράπεζες – σε μία Ευρώπη των τραπεζών της ή στη δικτατορία των τραπεζών

ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Κατά τη (νέο)φιλελεύθερη άποψη, η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος είναι καταστροφική για το μέλλον των ανεξάρτητων χωρών. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν διευκολύνει την ορθολογική, ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά τη μονεταριστική αναδιανομή εισοδημάτων - όπου τα πλεονασματικά κράτη υποχρεώνονται να ενισχύουν τα ελλειμματικά, με τη βοήθεια της μεταφοράς πόρων.
Για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας «επιδοτεί» σήμερα τη μη ανταγωνίσιμη οικονομία της, με έναν πολυπληθή δημόσιο τομέα, καθώς επίσης με πολύ υψηλούς πραγματικούς μισθούς (συγκριτικά πάντοτε με τους άλλους εταίρους της). Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό της - τα οποία χρηματοδοτούν το, σχετικά με την παραγωγικότητα τους, υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της.
Στη συνέχεια, η πορτογαλική κυβέρνηση εκδίδει ομόλογα για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της χώρας της - τα οποία αγοράζονται από το τραπεζικό σύστημα, αφού τα αποδέχεται η ΕΚΤ σαν εγγύηση. Τα ομόλογα του πορτογαλικού δημοσίου λοιπόν τοποθετούνται σαν εγγύηση στην ΕΚΤ, οπότε δημιουργούνται νέα χρήματα – τα οποία αυξάνουν αργότερα τις τιμές των προϊόντων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Ειδικότερα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας είναι η πρώτη που λαμβάνει αυτά τα νέα χρήματα, τα οποία χρησιμοποιεί για την πληρωμή των υποχρεώσεων της (μισθούς, συντάξεις κλπ.). Εάν τώρα ένας Πορτογάλος μισθωτός αγοράσει μία γερμανική τηλεόραση, τα νέα χρήματα εισρέουν στη Γερμανία – αυξάνοντας τις τιμές των τηλεοράσεων εκεί, λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης. Ουσιαστικά λοιπόν η Πορτογαλία εισάγει νέα προϊόντα, «εξάγοντας» για την απόκτηση τους νέα χρήματα – το μεγαλύτερο μέρος των οποίων παραμένει στη Γερμανία, αφού τα πορτογαλικά εμπορεύματα δεν είναι ανταγωνίσιμα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται στην Πορτογαλία ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο με τη Γερμανία, όπου τα γερμανικά εμπορεύματα ανταλλάσσονται με νέα πορτογαλικά χρήματα. Σε τελική ανάλυση όμως, καμία χώρα δεν μπορεί να διατηρήσει ένα διαρκώς αυξανόμενο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο – να επιδοτεί δηλαδή μία μη παραγωγική οικονομία, η οποία εισάγει περισσότερα εμπορεύματα από ότι εξάγει, ενώ καταναλώνει με δανεικά χρήματα.
Επομένως, αργά ή γρήγορα, η ελλειμματική χώρα υπερχρεώνεται, οπότε «αναγκάζεται» να διασωθεί από τις υπόλοιπες, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη. Εκείνη τη στιγμή η μεταφορά πόρων, από τις πλεονασματικές προς στις ελλειμματικές, γίνεται πραγματικότητα, αφού τέτοιου είδους διακρατικά δάνεια δεν είναι δυνατόν να εξοφληθούν ποτέπόσο μάλλον όταν χρεώνονται με επιτόκια πολύ υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της εκάστοτε χώρας (όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου το επιτόκιο υπερβαίνει το 5%, ενώ η ανάπτυξη είναι αρνητική, στο -7%).
Κατ’ επέκταση, το υπερχρεωμένο κράτος χάνει την εθνική του κυριαρχία και μετατρέπεται ουσιαστικά σε προτεκτοράτο των ισχυρών – αφού θα παραμένει αιώνια «στον ορό», προφανώς σκόπιμα, επειδή διαφορετικά δεν θα επιβαρυνόταν με τοκογλυφικά επιτόκια υποτέλειας. Γνωρίζοντας όμως ότι αργά ή γρήγορα αντιδρούν οι Πολίτες του, οι κοινωνικές εκρήξεις (ο διαφωτισμός προηγείται πάντοτε της επανάστασης), καθώς επίσης οι «διακρατικές αντιπαλότητες», είναι αδύνατον να αποφευχθούν.
Από την άλλη πλευρά βέβαια (στην Οικονομία τελικά, όπως και στη Φύση, τα πάντα εξισορροπούν, μετά από περιόδους αστάθειας), η χρηματοδότηση των ελλειμματικών χωρών (δανεισμός) επιβαρύνει τις πλεονασματικές οι οποίες, παρά το ότι αντιδρούν στη παροχή δανείων, στο τέλος συμφωνούν υποχρεωτικά - αφού διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν τις απαιτήσεις  τους, όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας, λόγω ενδεχομένων στάσεων πληρωμών ή δυσλειτουργιών του τραπεζικού συστήματος (Target 2, χρεοκοπία τραπεζών στην περιφέρεια κλπ.)        
Περαιτέρω στο παράδειγμα μας, εάν δεν υπήρχε το ευρώ, τότε το εθνικό νόμισμα της Πορτογαλίας θα υποτιμούταν, λόγω μειωμένης ανταγωνιστικότητας – οπότε θα αυξάνονταν οι εξαγωγές της, ενώ θα περιορίζονταν οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα την εξάλειψη των ελλειμμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της.
Φυσικά δε, η αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της, αφενός μεν θα δυσκόλευε τον περαιτέρω δανεισμό της, αφετέρου θα τον καταστούσε ασύμφορο (λόγω των υπερβολικών επιτοκίων). Επομένως, θα αναγκαζόταν να πάψει να συντηρεί ένα μη παραγωγικό και πολυδάπανο δημόσιο – οπότε δεν θα υπερχρεωνόταν.
Αντίστοιχα, το μάρκο της Γερμανίας θα υπερτιμούταν, λόγω αυξημένης ανταγωνιστικότητας – οπότε θα μειώνονταν οι εξαγωγές της, ενώ θα αυξάνονταν οι εισαγωγές της, με αποτέλεσμα την εξάλειψη των πλεονασμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της, προς όφελος των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών.  
Συμπερασματικά λοιπόν, εάν η Ευρωζώνη δεν ενωθεί πολιτικά, εάν δηλαδή δεν επιταχυνθεί η ολοκλήρωση της Ευρώπης, όπουαφενός μεν θα καταπολεμηθεί με επιτυχία η ανίερη συμμαχία των κεντρικών και εμπορικών τραπεζών, αφετέρου θα λειτουργήσει σταδιακά η αναδιανομή εισοδημάτων από τις πλεονασματικές προς στις ελλειμματικές περιοχές, το Ευρώ θα αποβεί ένα καταστροφικό εγχείρημα - αφού οι ισχυρές, φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσει το κοινό νόμισμα, είναι αδύνατον να αντιμετωπισθούν διαφορετικά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σοσιαλιστικό κόμμα χωρίς γεμάτα ταμεία, τα οποία να του επιτρέπουν την εκπλήρωση των (κοινωνικών) υποσχέσεων του, καθώς επίσης χωρίς καμία δυνατότητα δανεισμού, είναι αδύνατον να επιβιώσει. Φιλελεύθερο κόμμα, με ισχυρή σοσιαλιστική αντιπολίτευση, «τυφλά υποταγμένο» στο μνημόνιο, στην Τρόικα και στους δανειστές, είναι επίσης αδύνατον να επιβιώσει. Εάν λοιπόν δεν υπάρξει συναίνεση μεταξύ των αντίθετων κομμάτων, πράγμα πολύ δύσκολο (αν και όχι αδύνατον), αυτό που προβλέπεται είναι δυστυχώς διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις - τις οποίες όμως είναι αδύνατον να αντέξει η ελληνική οικονομία.

Η έξοδος της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, υπό τις παρούσες προϋποθέσεις, θα ήταν ένα εισιτήριο προς την απόλυτη χρεοκοπία, χωρίς επιστροφή - όπως επίσης η συνέχιση της εφαρμογής του μνημονίου, το οποίο ουσιαστικά την καταδικάζει σε έναν αργό, εξαιρετικά επώδυνο θάνατο (βαθιά ύφεση, ανεργία, χρεοκοπίες επιχειρήσεων, κρατική πτώχευση, λεηλασία, εξαθλίωση, δραχμή).


Η Ευρώπη δεν θα μπορούσε επίσης να αντέξει την έξοδο της Ελλάδας, χωρίς να εκτοξευθεί ο κίνδυνος διάλυσης της στα ύψη - πόσο μάλλον όταν οι ανάγκες των ισπανικών τραπεζών υπολογίζονται πλέον στα 260 δις € από το IIF. Επομένως, δεν είναι τόσο πιθανή, όσο φαίνεται, ενώ είναι συνδεδεμένη με ένα τεράστιο, απρόβλεπτο ρίσκο.


Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να δίνει την καταστροφική εντύπωση, αφενός μεν πως εκβιάζει την ΕΕ, αφετέρου πως δεν θέλει να πληρώσει τα χρέη της - αν και θα έπρεπε να τα διαπραγματευτεί άμεσα, με επιτόκια της τάξης του 1%, συν επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, με μία μικρή περίοδο χάριτος.


Επίσης, η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να δίνει την εντύπωση ότι, δεν επιθυμεί την εξυγίανση της οικονομίας της(τακτοποίηση τα του οίκου της, σωστή λειτουργία του δημοσίου, επιχειρηματικό πλαίσιο, κάθαρση, τιμωρία των όποιων διεφθαρμένων πολιτικών ή πολιτών κλπ.), εάν δεν θέλει να βρεθεί προ απροόπτου.


Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα, έχει περάσει πια το σημείο μηδέν - ενώ η ΕΚΤ, με την απόφαση της να αφήσει ως έχει το βασικό επιτόκιο, παρέδωσε ουσιαστικά τη σκυτάλη, όσον αφορά την επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους και δανεισμού, στην Πολιτική. Αν και η απόφαση της ΕΚΤ ηρέμησε αρχικά τις αγορές, ιδίως τα χρηματιστήρια, επειδή έδειξε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος βιασύνης (άρα τα προβλήματα της Ευρωζώνης είναι ελεγχόμενα), το άμεσο μέλλον θα δείξει, εάν τελικά έπεισε πραγματικά ή όχι.


Σε γενικές γραμμές λοιπόν είμαστε αντιμέτωποι με ένα θερμό καλοκαίρι, με τις συνέπειες μίας πιθανής Lehman Brothers στο πολλαπλάσιο. Εάν δε προσθέσουμε στις «εκρηκτικές αυτές εστίες φωτιάς» τις αυξημένες πιθανότητες οδυνηρών κοινωνικών αναταραχών, με την παράλληλη «έξαρση» της εγκληματικότητας, καθώς επίσης τα γεωπολιτικά προβλήματα στην περιοχή μας, θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μία ανεξέλεγκτη πυρκαγιά - χωρίς καμία απολύτως διάθεση καταστροφολογίας ή απαισιοδοξίας.


Ας ελπίσουμε ότι, στο τέλος θα πρυτανεύσει η λογική σε όλα τα επίπεδα - στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε ολόκληρη τη Δύση, η οποία κινδυνεύει πολύ σοβαρά να χάσει τόσο την πρωτοκαθεδρία της στον πλανήτη, όσο και τη Δημοκρατία της.

Αθήνα, 10. Ιουνίου 2012