του Βασίλη Βιλιάρδου
Η
γερμανική Deutsche Bank, η ιταλική Monte dei Paschi, η ισπανική
Santander, η γαλλική Credit Agricole, η βελγική Dexia, καθώς επίσης πολλές
άλλες μεγάλες τράπεζες διεθνώς, ανακοινώνουν ζημίες αρκετών δισεκατομμυρίων -
ενώ η ολλανδική SNS Reaal, η τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας,
κρατικοποιείται αναγκαστικά (η ολλανδική κυβέρνηση την ενισχύει, από
τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών της, με το ποσόν των 3,7 δις € - στο
οποίο θα προστεθούν ακόμη 6,1 δις €, έναντι δανείων και εγγυήσεων).
«Χωρίς
την κρατική βοήθεια, η τράπεζα θα χρεοκοπούσε», ανακοίνωσε ο υπουργός
οικονομικών της χώρας - γεγονός που οφείλεται κυρίως στην πιστωτική φούσκα, η
οποία δημιουργήθηκε στην Ολλανδία, από το τεράστιο πρόβλημα των ακινήτων που
αντιμετωπίζει (ύψους άνω των 600 δις €, άρθρο μας).
Για
να διατηρηθεί τώρα χαμηλή η επιβάρυνση των πολιτών (το έλλειμμα του
προϋπολογισμού θα αυξηθεί κατά 0,6% από τα ποσά που θα διατεθούν για τη
συγκεκριμένη τράπεζα), η κυβέρνηση απαιτεί τη συμμετοχή των υπολοίπων
τραπεζών στη διάσωση - με το ποσόν του 1 δις € το 2014.
Εν
τούτοις, παρά την αναμφίβολα μεγάλη σημασία τους, όλα όσα ανακοινώνονται είναι
απλά τα πρώτα, «αόριστα» σημάδια της κατάρρευσης, η οποία πιθανότατα θα
ακολουθήσει - οι πρώτες εκρήξεις δηλαδή στο εξωτερικό περίβλημα, στην
«επιδερμίδα» της γιγαντιαίας βόμβας παραγώγων, τυχόν «ενεργοποίηση» της οποίας
θα απειλούσε σοβαρά ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη.
Ανάλυση
Όπως
έχουμε αναφέρει (πρόσφατο
κείμενο μας), ο πλέον αδύναμος κρίκος του συστήματος σήμερα είναι οι τράπεζες -
τόσο οι ευρωπαϊκές, όσο και οι αμερικανικές. Οι ενέργειες διάσωσης τους από τα
κράτη, με βάση τις οποίες τα τεράστια λάθη των τραπεζών επιβάρυναν τους
προϋπολογισμούς και αύξησαν τα δημόσια χρέη, αφενός μεν κόστισαν
πολύ μεγάλα ποσά στους φορολογουμένους, αφετέρου δεν έλυσαν σε καμία περίπτωση
το πρόβλημα - με αποτέλεσμα να έχει μείνει σχεδόν ανέπαφη ητραπεζική βόμβα
μεγατόνων, στα θεμέλια πολλών οικονομιών του πλανήτη (κυρίως της
Ευρώπης).
Ο
πραγματικός κίνδυνος όμως για το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν προέρχεται από
τις τράπεζες, με τη στενή τους έννοια, αλλά από την αγορά παραγώγων - η οποία,
τα τελευταία χρόνια, έχει ξεπεράσει τα 638 τρις $, σύμφωνα με την BIS (πίνακας pdf) ή το
δεκαπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ (Διάγραμμα Ι).
Η
μη ελεγχόμενη αυτή αγορά, την οποία έχουμε επισημάνει σε πολλές αναλύσεις μας,
δεν απειλεί μόνο τις τράπεζες - αφούαυτός που πληρώνει για όλα, ο τελικός
αποδέκτης του λογαριασμού δηλαδή, δεν είναι άλλος από τον φορολογούμενο πολίτη (με
φωτεινή, μοναδική ίσως εξαίρεση την Ισλανδία).
Ειδικότερα,
όπως έχει πλέον επαρκώς τεκμηριωθεί, οι ζημιογόνες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις
των «συστημικών» τραπεζών, οι οποίες τις οδηγούν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας,
αναλαμβάνονται από τα κράτη, τα οποία τις «διασώζουν» - κατ' επέκταση από
τους πολίτες τους όπου, με τη βοήθεια των φόρων και άλλων «μέτρων»,
μεταβιβάζεται η ιδιωτική περιουσία στο δημόσιο (παράλληλα με την εκποίηση, με
τη λεηλασία καλύτερα της δημόσιας περιουσίας τους, από τις εκάστοτε
κυβερνήσεις-υποχείρια των τοκογλυφικών αγορών).
Συνεχίζοντας,
οι διαπραγματεύσεις των παραγώγων* (αρχικά είχαν υιοθετηθεί ως μέσον
εξασφάλισης των επενδυτών), δεν γίνονται στα χρηματιστήρια, αλλά απ' ευθείας
μεταξύ των συναλλασσομένων - χωρίς να ελέγχονται δυστυχώς, σχεδόν καθόλου, από
τα κράτη. Εκτός αυτού, οι τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες να καταγράφουν
τις συγκεκριμένες συναλλαγές στους Ισολογισμούς τους - με αποτέλεσμα τα
τεράστιο ρίσκα, τα οποία είναι συνδεδεμένο με τα παράγωγα, να διατηρούνται
κρυφά.
Ουσιαστικά
λοιπόν τα ρίσκα αυτά εμφανίζονται τότε μόνο, όταν οι ζημίες είναι
μεγαλύτερες από αυτές που μπορούν να αναλάβουν οι τράπεζες - όπως συνέβη
πρόσφατα με την ιταλική Monte dei Paschi, η οποία έχασε τεράστια ποσά από τα
παράγωγα, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί (;) το κράτος να τη διασώσει. Εκείνη
ακριβώς τη στιγμή οι τράπεζες, έχοντας ιδιωτικοποιήσει τα κέρδη,
αποφασίζουν αυθαίρετα να κοινωνικοποιήσουν τις ζημίες τους – με τη βοήθεια
κάποιων διεφθαρμένων πολιτικών, ερήμην των πολιτών.
Περαιτέρω,
οι συναλλαγές στα παράγωγα δεν αποτελούν μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια
ορισμένων μόνο τραπεζών - αφούη αλληλεξάρτηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού
συστήματος είναι τεράστια.
Ειδικότερα,
εάν τυχόν η βόμβα
των παραγώγων εκραγεί σε κάποια τράπεζα, «πυροδοτούμενη» από μαζικές
ζημίες, έχει συνήθως δραματικά αποτελέσματα για όλες τις υπόλοιπες - μεταξύ
άλλων, επειδή οι τράπεζες «συσκευάζουν» τα ρίσκα τους σε νέα «πιστωτικά
προϊόντα» (όπως φάνηκε από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής
εξασφάλισης του 2007), τα οποία στη συνέχεια πουλούν σε άλλες.
Επομένως,
η αλυσιδωτή έκρηξη που συνήθως ακολουθεί, με την ξαφνική, μαζική απαξίωση
πολλών χρηματοπιστωτικών προϊόντων (CDO's, CDS κοκ.), είναι αφενός
μεν δεδομένη, αφετέρου εξαιρετικά καταστροφική. Ακριβώς αυτός ήταν ο
κύριος λόγος, για τον οποίο επιλέχθηκε η διάσωση των τραπεζών, αντί της
χρεοκοπίας τους – μία διάσωση που επεκτάθηκε στα υπερχρεωμένα κράτη
επειδή, τυχόν στάση πληρωμών εκ μέρους τους, θα πυροδοτούσε τη βόμβα των
παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των CDS.
Φυσικά
η αγορά παραγώγων θα μπορούσε να ρυθμισθεί - να ελεγχθεί δηλαδή από τα κράτη,
με τη βοήθεια νέων νόμων και θεσμών. Εν τούτοις, οι κυβερνήσεις διστάζουν,
θεωρώντας πως οι νέοι κανόνες δεν θα ήταν αρκετά ευέλικτοι για εκείνους
τους επενδυτές στα παράγωγα, οι οποίοι δεν προέρχονται από το χρηματοπιστωτικό
κλάδο - όπως, για παράδειγμα, οι αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες χρησιμοποιούν
τα παράγωγα για την εξασφάλιση τους, έναντι μελλοντικών διακυμάνσεων της τιμής
της κηροζίνης.
Η
αντικειμενική αιτία όμως ευρίσκεται κάπου αλλού: στο ότι η πραγματική
οικονομία δεν «παράγει» πλέον αρκετή ανάπτυξη, για να μπορέσει να διατηρηθεί το
βιοτικό επίπεδο της Δύσης - πόσο μάλλον όταν η μέση ηλικία αυξάνεται, με
αποτέλεσμα τη συνεχή γήρανση του πληθυσμού, η οποία αυξάνει το χρόνο παροχής
των συντάξεων.
Τα
συνταξιοδοτικά ταμεία λοιπόν, μεταξύ πολλών άλλων, τα οποία διαθέτουν τα
μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια παγκοσμίως,είναι αναγκασμένα να επιδιώκουν
υψηλότερη κερδοφορία, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν με τις συντάξεις -
απαιτώντας από τις τράπεζες μεγαλύτερες αποδόσεις.
Οι
τράπεζες, με τη σειρά τους, προσπαθούν να αυξήσουν την κερδοφορία τους με τη
βοήθεια των επικίνδυνων χρηματοπιστωτικών παραγώγων - μέσω των οποίων
«παράγονται» τεχνητά κέρδη, έτσι ώστε τα συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς
επίσης οι μέτοχοι και οι λοιποί επενδυτές τους, να μπορούν να απολαμβάνουν
μεγαλύτερες αποδόσεις.
Από
τη στιγμή όμως που οι απαιτήσεις αυξήθηκαν δυσανάλογα, ενώ τα χρήματα
έπαψαν να κερδίζονται πραγματικά, αλλά τεχνητά, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση –
η οποία έθεσε σε λειτουργία την αλυσιδωτή διαδικασία της πυρηνικής έκρηξης των
συγκοινωνούντων «χρηματοπιστωτικών δοχείων».
ΤΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΑΣ
Χωρίς
να θέλουμε να είμαστε απαισιόδοξοι ή καταστροφολόγοι, δεν μπορούμε παρά να
συμμεριστούμε το ότι, «το παράδοξο του Minsky» (Minsky-Meltdown) φαίνεται
σήμερα να επιβεβαιώνεται.
Ειδικότερα,
σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία οι επενδυτές, στο ξεκίνημα ενός οικονομικού
κύκλου, επιλέγουν μία εξασφαλισμένη χρηματοδότηση - μία σίγουρη δηλαδή
τοποθέτηση των χρημάτων τους. Τα έσοδα τώρα της επένδυσης αυτής, είναι συνήθως
αρκετά για την αποπληρωμή των δανείων, τα οποία παρέχουν.
Στα
μέσα ενός οικονομικού κύκλου, όπου η ανάπτυξη της οικονομίας δεν είναι πολύ
μεγάλη, αλλά σταθερή, είναι ακόμη αποδοτικές οι χρηματοδοτήσεις – αν και
θεωρούνται μάλλον κερδοσκοπικές. Η αιτία είναι το ότι, τα έσοδα φτάνουν
για να καλύψουν μόνο τους τόκους των οφειλών - ενώ οι δόσεις, το
κεφάλαιο δηλαδή, εξοφλείται με τη σύναψη νέων δανείων, τα οποία αντικαθιστούν
ουσιαστικά τα παλαιότερα (όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, με τα ομόλογα που
εκδίδουν τα κράτη, αλλά και πολλές επιχειρήσεις).
Στο
τέλος όμως ενός οικονομικού κύκλου, οι επενδυτές οδηγούνται σε ένα άκρως
κερδοσκοπικό «σύστημα χιονοστιβάδας» (Ponzi scheme) - όπου πλέον με
τα νέα δάνεια δεν εξοφλούνται (ανανεώνονται ουσιαστικά) μόνο οι δόσεις
(χρεολύσια), αλλά και οι τόκοι. Παραδόξως δε οι επενδυτές συνεχίζουν να
πιστεύουν ότι, τα έσοδα από τις επενδύσεις, για τις οποίες χρησιμοποιούνται τα
δικά τους κεφάλαια, θα φτάσουν τελικά για την εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Στα
πλαίσια αυτά, η οικονομία γίνεται συνεχώς πιο ασθενής και πολύ περισσότερο
ευάλωτη - έως εκείνη τη χρονική στιγμή όπου, η «πιστωτική φούσκα»
εκρήγνυται, ξεσπάει η χρηματοπιστωτική κρίση και ο οικονομικός κύκλος τελειώνει
αυτοκαταστρεφόμενος.
Σύμφωνα
με τον Minsky, η διαδικασία της χρηματοδότησης μίας καπιταλιστικής
οικονομίας, δημιουργεί αυτόματα ενδογενείς, αποσταθεροποιητικές δυνάμεις - είναι
δηλαδή εκ των πραγμάτων, από τη φύση της και από μόνη της, αυτοκαταστροφική. Με
βάση τη θέση του αυτή ήταν της άποψης πως οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι, το
πεδίο της «επάρκειας», καθώς επίσης της «επιθυμητής» ελεύθερης αγοράς, είναι
περιορισμένο - έχει δηλαδή ημερομηνία λήξης.
Επομένως,
ο Minsky ευρίσκεται σε αντίθεση με την κλασσική ή νεοκλασική θεωρία,
σύμφωνα με την οποία οι αγορές τείνουν πάντοτε προς ένα σημείο ισορροπίας,
αυτόματα και χωρίς να υπάρχει ανάγκη ρύθμισης τους - υπό ορισμένες
απαραίτητες προϋποθέσεις φυσικά όπως, για παράδειγμα, ο «πλήρης»
ανταγωνισμός, η μη επέμβαση του κράτους στην Οικονομία ή/και «η συμμετρία» της
πληροφόρησης (ισότιμη, ταυτόχρονη πρόσβαση από όλους, σε όλες οι πληροφορίες).
Όμως, οι
προϋποθέσεις αυτές είναι πρακτικά ανέφικτες, ουτοπικές - με αποτέλεσμα να
είναι σχεδόν αδύνατη η αυτορύθμιση των αγορών, ακόμη και αν αποδεχθούμε πως
είναι σωστή η κλασσική θεωρία (ή, έστω, η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, με
βάση την οποία τα πάντα πρέπει να ανήκουν στους ιδιώτες, αφού διαφορετικά δεν
μπορούμε να εξασφαλίσουμε την αυτορύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος).
Η ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΦΟΥΣΚΑ
Με
κριτήριο όλα όσα αναλύσαμε, η πιστωτική φούσκα κινδυνεύει να εκραγεί -
με την τελική φάση της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος να διακρίνεται
από το ότι, τα περισσότερα κεφάλαια εξυπηρετούν την εξόφληση χρεών, την
ανανέωση των τοκοχρεολυσίων καλύτερα ή/και τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, αντί
να τοποθετούνται σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.
Κατ’
επέκταση συμπεραίνεται ότι, ο οικονομικός κύκλος, ο οποίος σήμερα είναι
μεγαλύτερος από ποτέ (άρα πολύ πιο επικίνδυνος), διανύει τα τελευταία του
στάδια – αν και δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια το πόσο θα
διαρκέσει η αντίστροφη μέτρηση.
Αναλυτικότερα,
με τη δυνατότητα των κεντρικών τραπεζών να παράγουν χρήματα από το πουθενά, σε
απεριόριστες ποσότητες (άρθρο μας),
φτάσαμε στο κρίσιμο εκείνο σημείο όπου, οι «επενδύσεις», ο δανεισμός
δηλαδή, εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο την πληρωμή των παλαιότερων χρεών – ενώ
ήδη, όσον αφορά κάποιες υπερχρεωμένες χώρες, τα νέα δάνεια δεν
φτάνουν πλέον για την αποπληρωμή των παλαιοτέρων (τόκων και κεφαλαίων).
Τα
χρήματα λοιπόν, τα οποία μοιράζουν («τυπώνουν») αφειδώς οι κεντρικές τράπεζες, οδηγούνται
όλο και λιγότερο στις παραγωγικές επενδύσεις - στην πραγματική ανάπτυξη
της οικονομίας (Διάγραμμα ΙΙ).
Σύμφωνα
τώρα με την οικονομική επιστήμη, "Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει, όταν τα
περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επιθυμεί κανείς να επενδύσει, αποτελούν ένα
πολύ μεγάλο ρίσκο, για ένα πολύ μικρό κέρδος".
Στα
πλαίσια αυτά οι επενδυτές γίνονται, σταδιακά αλλά συνεχώς, πιο ρεαλιστικοί -
πολύ περισσότερο πραγματιστές. Ο στόχος τους είναι πλέον η εξασφάλιση των
κεφαλαίων τους απέναντι στον πληθωρισμό - ο οποίος, αργά ή γρήγορα,
ακολουθεί πιστά την αύξηση της ποσότητας χρήματος, εκ μέρους των κεντρικών
τραπεζών.
Επιλέγουν
επομένως πολύ πιο σίγουρους προορισμούς – σήμερα, μη δυτικές αλλά και μη
«επικίνδυνες» χώρες, όπως τη Βραζιλία, την Αυστραλία, ή το Μεξικό. Επιδιώκουν
επίσης υψηλές και σχετικά γρήγορες αποδόσεις, για ένα μέρος του επενδυτικού
χαρτοφυλακίου τους (διασπορά του ρίσκου), όπως τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα
ορισμένων χωρών του ευρωπαϊκού νότου - με την ελπίδα να μπορέσουν να
«αποδράσουν» πρώτοι και έγκαιρα, πριν από κάποια ενδεχόμενη χρεοκοπία, από
μία διαγραφή χρέους ή από την ξαφνική έκρηξη του πληθωρισμού.
Φυσικά
δε τοποθετούνται παραδοσιακά στα ευγενή μέταλλα,
όπως στο χρυσό, αφού ανήκουν σε εκείνα τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία,
απέναντι στα οποία δεν υπάρχουν χρέη (ενώ δεν αναπαράγονται τόσο γρήγορα, όσο
τα χρέη).
Ο ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΣ ΝΟΤΟΣ
Ίσως
όλα τα παραπάνω να είναι υπερβολικά - πόσο μάλλον όταν φαίνεται ότι, ο
ευρωπαϊκός νότος είναι πολύ πιο αισιόδοξος,το ευρώ ανατιμάται συνεχώς, ενώ η
κρίση χρέους απασχολεί τους πάντες (εταιρείες αξιολόγησης κλπ.) πολύ λιγότερο,
σε σχέση με το παρελθόν.
Αρκετοί
δε υποστηρίζουν ότι, η εμπιστοσύνη των επενδυτών έχει πλέον αποκατασταθεί, κυρίως
μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης εκ μέρους της ΕΚΤ να επεμβαίνει ενεργητικά στη
δευτερογενή αγορά ομολόγων - ένα ενδεχόμενο που συμπεραίνουν από την
μείωση των spreads (Πίνακας Ι), καθώς επίσης των ασφαλιστηρίων κινδύνου (CDS),
σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιφέρεια.
ΠΙΝΑΚΑΣ
Ι: Ύψος των spreads και των CDS, την 31. Ιανουαρίου του 2013
Χώρα
|
Spreads
|
CDS
|
Ελλάδα
|
907
|
4.561
|
Πορτογαλία
|
443
|
395
|
Ισπανία
|
352
|
|
Ιταλία
|
265
|
Πίνακας:
Β. Βιλιάρδος
Είναι
όμως αλήθεια τα πράγματα έτσι; Έχει περάσει η κρίση χρέους ανεπιστρεπτί και
βρισκόμαστε πραγματικά σε πορεία καλυτέρευσης, εάν όχι ανάπτυξης; Μήπως, αν και
ευχόμαστε το αντίθετο, τα φαινόμενα απατούν; Ή, ίσως, έχει επιτύχει το δόγμα της
καγκελαρίου και η πολιτική λιτότητας, με αντάλλαγμα την ενίσχυση από την ΕΚΤ,
οπότε η κρίση είναι παρελθόν;
Δύσκολες
απαντήσεις σε ακόμη πιο δύσκολα ερωτήματα - ειδικά μετά την ανάλυση που
προηγήθηκε, αναφορικά με τα τεράστια προβλήματα των τραπεζών, καθώς επίσης με
τη βόμβα των παραγώγων στα θεμέλια της Δύσης. Πόσο μάλλον ότανανακοινώνεται από
την Ολλανδία ότι,
θέλει να αλλάξει η συνθήκη του Μάαστριχτ, έτσι ώστε να μπορεί να εξέλθει
εθελούσια κάποια χώρα από τη ζώνη του ευρώ - παράλληλα με την πρόθεση της να
διεξάγει δημοψήφισμα (όπως επίσης η Αυστρία), για την παραμονή της ή μη στο
κοινό νόμισμα.
Ίσως
θα ήταν προτιμότερο λοιπόν να αναφερθούμε επιγραμματικά σε ορισμένες χώρες του
Νότου, αντί να ασχοληθούμε με ερωτήματα που αδυνατούμε να απαντήσουμε. Στα
πλαίσια αυτά, τα εξής:
(α) Ελλάδα: Η
κυβέρνηση συμφώνησε με τους δανειστές της (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ), όσον αφορά τη
βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της χώρας - ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση
έχει πλέον συμβιβασθεί
τόσο με το μνημόνιο, όσο και με το ΔΝΤ. Όπως φαίνεται δε, η Ελλάδα
είναι αποφασισμένη να προβεί σε μαζικές αποκρατικοποιήσεις, στο ξεπούλημα
καλύτερα της δημόσιας περιουσίας - με τους πολίτες της να αδιαφορούν, καθώς
επίσης με τους δανειστές να το επικροτούν.
Παράλληλα, συνεχίζεται
η μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα (δήμευση περιουσιακών
στοιχείων) - όπως επίσης η περικοπή των εισοδημάτων, άμεσα (ονομαστικοί μισθοί)
ή έμμεσα (υπερφορολόγηση, ανάληψη υποχρεώσεων των τραπεζών κα.), χωρίς καμία
ουσιαστική αντίδραση των πολιτών.
Το
γεγονός αυτό χαροποιεί ιδιαίτερα τις αγορές, οι οποίες ελπίζουν πως θα
εισπράξουν τα οφειλόμενα - ενώ θα αγοράσουν τις
επιχειρήσεις σε φθηνές τιμές, χρεώνοντας στη συνέχεια ακριβότερα τις
υπηρεσίες τους στους πολίτες (τιμή ηλεκτρικού, νερού, εισιτηρίων κλπ.),
έτσι ώστε να αποζημιωθούν πλουσιοπάροχα για τις διαγραφές του παρελθόντος.
Εν
τούτοις, η ανεργία έχει αναρριχηθεί στο 27%, μεγάλο μέρος του πληθυσμού
υποφέρει (με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει κανείς πως θα αντιδράσει τελικά), η
ύφεση μαίνεται, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρεοκοπούν και το δημόσιο
χρέος συνεχίζει την ανοδική του πορεία - με την έξοδο από το τούνελ να
ακούγεται ουτοπική. Αρκεί μία σπίθα λοιπόν για να ξεσπάσει μία
καταστροφική κοινωνική πυρκαγιά, η οποία θα παρέσυρε μαζί της την Ευρώπη – εάν
όχι ολόκληρη τη Δύση.
(β) Πορτογαλία: Η
κυβέρνηση επιμένει σε μία σκληρή πολιτική λιτότητας, ακυρώνει πολλά εργατικά
δικαιώματα, δανείζεται ξανά από τις αγορές, ενώ ιδιωτικοποιεί όλες τις
εναπομείναντες δημόσιες επιχειρήσεις της χώρας.
Από
την άλλη πλευρά όμως, το δημόσιο χρέος αυξάνεται (στο 120% του ΑΕΠ
πρόσφατα, από 110% το προηγούμενο έτος), η ανεργία ξεπερνάει το 16%, τα
ενεχυροδανειστήρια χρυσού έχουν κατακλύσει τη χώρα, ενώ το βιοτικό επίπεδο της
συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού καταρρέει.
Οι
αγορές είναι βέβαια απόλυτα ικανοποιημένες, αφού διαπιστώνουν πως οι
πολίτες είναι πρόθυμοι να αναλάβουν αδιαμαρτύρητα τα χρέη του κράτους και των
τραπεζών - με αποτέλεσμα να προσφέρουν νέα δάνεια.
(γ) Ισπανία: Η
αναδιάρθρωση της οικονομίας συνεχίζεται σταθερά από το κυβερνών κόμμα, παρά
το ότι κατηγορείται τεκμηριωμένα για τεραστίου μεγέθους διαφθορά, καθώς επίσης
για μαύρα κομματικά ταμεία - ενώ οι πολίτες ουσιαστικά δεν αντιδρούν,
αποδεχόμενοι τη μοίρα τους.
Επιβάλλονται νέες
μειώσεις μισθών, με το πρόσχημα της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, ενώ
καταργούνται όλα τα εργατικά δικαιώματα - με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι
εξαγωγές, να μειώνονται οι εισαγωγές και να περιορίζεται το έλλειμμα του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (τα δημόσια έσοδα αυξάνονται ελαφρά). Δυστυχώς
όμως, η ύφεση συνεχίζεται (άρθρο μας) και η
ανεργία δεν υποχωρεί (60% στους νέους) - με την κρίση των ακινήτων να
εντείνεται, παράλληλα με την τραπεζική. Εν τούτοις, η χώρα επιμένει στην
παραμονή της στο ευρώ, παρά το ότι η έξοδος της θα ήταν αναμφίβολα
θετική για την ίδια - γεγονός που μάλλον οφείλεται στην απίστευτη
κυβερνητική διαφθορά, πιθανόν εκ μέρους των συνήθων διαφθορέων (των
γερμανικών επιχειρήσεων).
(δ) Ιρλανδία:
Η χώρα θεωρείται το «παιδί-θαύμα» του μηχανισμού διάσωσης - με τους
πολίτες της να έχουν αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα τόσο τις μειώσεις των μισθών, όσο
και την επιβάρυνση τους με τα τεράστια χρέη των τραπεζών.
Επειδή
όμως το συγκεκριμένο κράτος είναι ουσιαστικά προτεκτοράτο των Η.Π.Α. (άρθρο μας), είναι
πολύ δύσκολο να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.
(ε) Ιταλία: Έχουμε
την άποψη πως, όταν (εάν) ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για την Ευρωζώνη,
η Ιταλία θα ευρίσκεται στις πρώτες θέσεις - αφού, χωρίς καμία αμφιβολία, η
παραμονή της στο κοινό νόμισμα είναι εντελώς ασύμφορη για την ίδια.
Εκτός
αυτού θεωρούμε ότι, είναι αδύνατον να υποταχθεί στη Γερμανία – γεγονός
που μάλλον θα φανεί από τα αποτελέσματα των προσεχών εκλογών, οι οποίες είναι
πολύ σημαντικές τόσο για το μέλλον της χώρας, όσο και για ολόκληρη την
Ευρωζώνη.
Είναι
δύσκολο επίσης να παραμείνει σε ύφεση, με δημόσιο χρέος που πλησιάζει το 128%
του ΑΕΠ της και με την προοπτική αύξησης της ανεργίας - η οποία, εάν τυχόν
πλησίαζε το 15%, θα πυροδοτούσε τεράστιες κοινωνικές αντιδράσεις, στα
όρια μίας επανάστασης ή ενός εμφυλίου πολέμου.
(στ) Κύπρος:
Αν και έχουμε αναφερθεί λεπτομερειακά στο νησί της Αφροδίτης με πρόσφατο
κείμενο μας (ανάλυση), η
εκτόξευση του δημοσίου χρέους της από το περίπου 60% του ΑΕΠ πριν την κρίση,
στο 140% το επόμενο έτος, οφείλεται κυρίως στη διάσωση των τραπεζών της –
την οποία δυστυχώς φαίνεται να εγκρίνουν όλοι οι πολίτες της.
Με
έναν χρηματοπιστωτικό όμως τομέα, ο όγκος του οποίου είναι πάνω από οκτώ φορές,
σε σχέση με το ΑΕΠ του νησιού, παράλληλα με τη φούσκα ακινήτων, η απόφαση
της κυπριακής κυβέρνησης να αναλάβει τα χρέη των τραπεζών δεν φαίνεται να είναι
προς τη σωστή κατεύθυνση. Μοναδική ελπίδα της είναι ίσως η Ρωσία – η οποία, με
στόχο, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση των καταθέσεων των πολιτών της στις
κυπριακές τράπεζες (περί τα 20 δις €), είναι αναγκαστικά πρόθυμη να βοηθήσει
την Κύπρο.
Προς
όφελος της είναι η πρόσφατη απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου EFTA (κείμενο pdf),
με βάση την οποία δικαιώνεται η Ισλανδία – η οποία, έχοντας παρελθόν
άμεσης δημοκρατίας, προτίμησε να διασώσει τους πολίτες της και όχι τις
τράπεζες.
Σύμφωνα
με τη δικαστική απόφαση, ο τρίτος δρόμος της
Ισλανδίας θεωρείται συμβατός με το ευρωπαϊκό Δίκαιο – γεγονός που
σημαίνει ότι, η κυβέρνηση επιτρέπεται να αντιμετωπίζει τους πολίτες της χώρας
της προνομιακά, σε σχέση με τους ξένους,λόγω συνθηκών ανωτέρας βίας (Force Majeure -
μία σημαντική ίσως εξέλιξη για τους ιδιώτες Έλληνες ομολογιούχους, όπως θα
αναλύσουμε σε επόμενο κείμενο μας).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εάν
πετύχει η πολιτική της λιτότητας, καθώς επίσης εάν η απόφαση της ΕΚΤ, όσον
αφορά την αγορά ομολόγων των χωρών του Νότου ή άλλων ελλειμματικών οικονομιών,
συνεχίσει να πείθει τις αγορές, είναι ίσως δυνατή η διατήρηση της σημερινής
«γαλήνης» – κάτι που φυσικά ευχόμαστε να συμβεί, αφού διαφορετικά
είναι κάτι παραπάνω από πιθανή αφενός μεν η διάλυση της Ευρωζώνης, αφετέρου η
επιστροφή μίας πολύ πιο ισχυρής, εάν όχι απόλυτα καταστροφικής κρίσης (το
αργότερο εντός του 2014).
Εν
τούτοις, μετά από τρία χρόνια πιστής εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων συνταγών, οι
οποίες επιβλήθηκαν τόσο από το ΔΝΤ, όσο και από
τη Γερμανία, η
μεσαία τάξη σε πολλές χώρες ευρίσκεται στα όρια της αντοχής της. Το γεγονός
αυτό, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από
τα ενεχυροδανειστήρια χρυσού και άλλων κοσμημάτων – τα οποία στην Αθήνα
ήταν μόλις 81 το 2010, ενώ σήμερα ξεπερνούν τα 750.
Ένα
άγνωστο λοιπόν μέχρι πρόσφατα «επάγγελμα» στην Ελλάδα, σχεδόν ανύπαρκτο
μέχρι το 2009, μάλλον τοκογλυφικό και «σκοτεινό», διανύει την καλύτερη του
περίοδο – παράλληλα με τις κλοπές, με τις ληστείες και με τις διαρρήξεις, οι
οποίες κλιμακώνονται καθημερινά.
Όλα
τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη συνεχή αύξηση της ανεργίας, καθώς επίσης με την
εξαθλίωση τόσο της κατώτερης, όσο και της μεσαίας εισοδηματικής τάξης, δεν
σηματοδοτούν σε καμία περίπτωση την αντιστροφή της τάσης – παρά την αισιοδοξία
της κυβέρνησης, η οποία έχει την άποψη πως η πιστή εφαρμογή του μνημονίου,
υπέρ των δανειστών και εις βάρος των Ελλήνων πολιτών, είναι ο σωστός δρόμος για
την έξοδο από την κρίση (οι δικές μας λύσεις, οι προτάσεις μας καλύτερα,
υπάρχουν σε πολλά κείμενα μας – μεταξύ των οποίων στο «ΕΚΤ, η λύση των
λύσεων»).
Ευχόμενοι
να κάνουμε εμείς μεγάλο λάθος και να είναι σωστή η πολιτική της κυβέρνησης (αν
και θα προτιμούσαμε τον υπερήφανο δρόμο της Ισλανδίας), κλείνουμε
υπενθυμίζοντας τα παρακάτω:
“Σύμφωνα
με μία παλαιά «πρακτική» των Εβραίων κοσμηματοπωλών, ποτέ δεν διαχωρίζεται
το ιδιωτικό από το δημόσιο χρέος – ενώ θεωρείται εκ μέρους τους ότι, ο
άνθρωπος ποτέ δεν μαθαίνει αυτόν τον άγραφο κανόνα. Πάντοτε τον ξεχνάει δηλαδή,
μετά την πάροδο αρκετών ετών, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να τον
επαναλαμβάνουν κάθε πενήντα περίπου χρόνια”.
Εάν
λοιπόν είναι υπαρκτός αυτός ο «ισχυρισμός», εάν δηλαδή η πρακτική των Εβραίων
κοσμηματοπωλών συνεχίζει να εφαρμόζεται, πιστά και απαράβατα, από το διεθνές
χρηματοπιστωτικό σύστημα, τότε οι μεγάλες κρίσεις που παρατηρούνται ανά τακτά
χρονικά διαστήματα, μπορεί κάλλιστα να υποθέσει κανείς ότι, προκαλούνται
σκόπιμα και δεν συμβαίνουν από μόνες τους – μία «θεωρία συνομωσίας» ίσως,
η οποία θα σήμαινε ότι, ο απώτερος στόχος της κρίσης δεν ήταν άλλος, από
τη μεταφορά της ιδιωτικής περιουσίας στα κράτη και από αυτά στους τοκογλύφους (μέσω
της «στυγνής» λεηλασίας τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου πλούτου).
* Σημείωση: Επιγραμματικά, τα παράγωγα
είναι χρηματοπιστωτικά εργαλεία, με τα οποία αγοράζει ή πουλάει κανείς ένα
προϊόν (μετοχές, δείκτες χρηματιστηρίων, εμπορεύματα, νομίσματα κλπ.), σε μία
μελλοντική στιγμή και σε ορισμένες ποσότητες - έναντι μίας προκαθορισμένης,
σημερινής τιμής.
Το
προϊόν αυτό (κηροζίνη για παράδειγμα), μπορεί είτε να το αγοράσει κάποιος
στο μέλλον, στην τιμή που επιλέγει σήμερα, είτε να πουλήσει το συμβόλαιο αγοράς
που έχει συνάψει. Τη στιγμή που αγοράζεται το παράγωγο, πληρώνει κανείς ένα
μικρό μέρος της αξίας του προϊόντος – ενώ η πλήρης εξόφληση του γίνεται στην
ημερομηνία που έχει επιλέξει, για να αγοράσει το προϊόν στη φυσική του μορφή.
Τα
παράγωγα δημιουργήθηκαν προς όφελος της πραγματικής οικονομίας – με την έννοια
ότι μία επιχείρηση, με στόχο να διατηρήσει σταθερό το κόστος παραγωγής ή
λειτουργίας της για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αγόραζε τα προϊόντα που είχε
ανάγκη (πετρέλαιο, πρώτες ύλες κλπ.), σε μία προκαθορισμένη τιμή,
προκαταβάλλοντας ένα μέρος της αξίας τους.
Στη
συνέχεια, τα παράγωγα εξελίχθηκαν σε «χρηματοπιστωτικά προϊόντα μαζικής
καταστροφής» - με τα οποία οι περισσότεροι επενδυτές κερδοσκοπούν, χωρίς
να έχουν καμία πρόθεση να αγοράσουν τα εμπορεύματα, στη φυσική τους μορφή.Τα
πιο γνωστά παράγωγα προϊόντα είναι: (α) Τα προθεσμιακά συμβόλαια (β) τα
συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (γ) τα δικαιώματα προαίρεσης (δ) τα προϊόντα
δανεισμού τίτλων - ανοιχτών πωλήσεων και (ε) τα Swaps.
Βασίλης
Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα,
02. Φεβρουαρίου 2013